bite
Verb, Noun
Trans., Intrans.

Παραδείγματα:

  • Pit bulls are the dogs most likely to bite humans τα Pit bulls είναι τα σκυλιά με τη μεγαλύτερη πιθανότητα να δαγκώσουν ανθρώπους
  • A snakebite is an injury caused by the bite of a snake τα “δάγκωμα φιδιού” είναι ένας τραυματισμός που προκαλείται από το δάγκωμα φιδιού
  • A mosquito bite cause itchiness, inflammation, and swelling το τσίμπημα κουνουπιού προκαλεί φαγούρα, φλεγμονή και πρήξιμο
  • Exposure to very low temeperatures can cause frostbites η έκθεση σε πολλή χαμηλές θερμοκρασίες μπορεί να προκαλέσει κρυοπαγήματα
  • I was bitten by a dog. I may have to get a tetanus shot. με δάγκωσε ένα σκυλί. Μπορεί να χρειαστεί να κάνω αντιτετανικό
  • Don’t bite the hand that feeds you. Μην δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει.
  • You shouldn’t try to chew after a dental local anesthesia because you may bite your own tongue or cheek δεν πρέπει να προσπαθείς να μασήσεις μετά από τοπική αναισθησία στο στόμα γιατί μπορεί να δαγκώσεις τη γλώσσα ή το μάγουλό σου
  • This dog only barks. It never bites Αυτό το σκυλί μόνο γαυγίζει. Δεν δαγκώνει.
  • The bite of a cobra is mortal Το δάγκωμα της κόμπρας είναι θανάσιμο
  • Adam and Eve did take a bite of a fruit. However, we don’t know if that fruit was an apple. Ο Αδάμ και η Εύα δάγκωσαν ένα φρούτο. Ωστόσο, δεν ξέρουμε αν αυτό το φρούτο ήταν μήλο.

Examples:
His lips are often discoloured and disfigured with the marks of teeth; for he has desperate fits, and sometimes even bites his hands and covers them with wounds
Oliver Twist
Charles Dickens
The man took strong sharp sudden bites, just like the dog
Great Expectations
Charles Dickens
Don't bite your nails
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.