BrixFax.NET

Search
bleed
Verb, Noun
Français
Deutsch

αιμορραγώ, διαρρέω, αιμορραγία, διαρροή

Σαν ουσιαστικό και ακόμα και σαν επίθετο, έχει τις σχετικές έννοιες.

Παραδείγματα:

  • My arm is bleeding. Τρέχει αίμα από το χέρι μου.
  • Is your leg still bleeding? Τρέχει ακόμα αίμα από το πόδι σου?
  • His nose is bleeding. Τρέχει αίμα απ’ τη μύτη του.
  • He had a deep wound. He bled to death in 15 minutes. Είχε μία βαθιά πληγή. Αιμορράγησε μέχρι θανάτου μέσα σε 15 λεπτά.
  • In the past doctors bled patients in order to cure them Στο παρελθόν οι γιατροί προκαλούσαν αιμορραγία στους ασθενείς τους προκειμένου να τους θεραπεύσουν.
  • Give her beefsteaks, red, raw, bleeding! James Joyce – Ulysses Δώσ’της μοσχαρίσιες μπριζόλες, κόκκινες, ωμές, με το αίμα να τρέχει!
  • His helmet was off and his forehead was bleeding below the hair line. Ernest Hemingway – A Farewell To Arms Το κράνος του είχε βγει και το μέτωπό του αιμορραγούσε
  • Yet so vast is the quantity of blood in him, and so distant and numerous its interior fountains, that he will keep thus bleeding and bleeding for a considerable period Herman Melville – Moby Dick; or The Whale Και ωστόσο, τόση είναι η ποσότητα του αίματος μέσα του και τόσο απόμακρες και πολυάριθμες οι πηγές του, που θα συνεχίσει να αιμορραγεί για πολύ ώρα
  • The patient had an internal bleeding. The doctor decided to operate immediately Ο ασθενής είχε εσωτερική αιμορραγία. Ο γιατρός αποφάσισε να τον χειρουργήσει αμέσως
  • … the little toe on my right foot got stuck in the vacuum cleaner. It bled and hurt, but my other ailments were already causing me so much trouble that … Anne Frank – The Diary Of A Young Girl ... το μικρό δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού πιάστηκε στην ηλεκτρική σκούπα. Πονούσε κι έτρεχε αίμα, αλλά οι άλλες μου πληγές προκαλούσαν ήδη τόσο πολύ πόνο …

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.