BrixFax.NET

Search
buy
Verb, Noun
Français
Deutsch

αγοράζω, εξαγοράζω, αγορά

Παραδείγματα:

  • Can’t buy me love τραγούδι των Beatles Δεν μπορώ να μου αγοράσω αγάπη
  • If you want to make money buy low sell high Αν θέλεις να βγάλεις λεφτά αγόραζε στα χαμηλά και πούλα στα ψηλά
  • I don’t buy that (ιδιωματισμός) δεν το πιστεύω
  • He tried to buy the government officials Προσπάθησε να εξαγοράσει (να λαδώσει) κρατικούς υπαλλήλους
  • We all love buying things Σε όλους μας αρέσουν τα ψώνια (ελεύθ. μετάφραση)
  • One can buy EU citizenship in many countries with about 500.000 € Κανείς μπορεί να αγοράσει την Ευρωπαϊκή υπηκοότητα με περίπου μισό εκατ. Ευρώ.
  • Let’s go out. I’ll buy you dinner! Πάμε έξω. Κερνάω εγώ (ελεύθ. μετάφραση)
  • I bought a house and then I lost it because of the financial crisis. Αγόρασα ένα σπίτι κι μετά το έχασα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
  • … a few of us are endeavouring to raise a fund to buy the Poor some meat and drink, and means of warmth. Charles Dickens – A Christmas Carol … κάποιοι από ‘μας φιλιδοξούν να μαζέψουν λεφτά (για) ν΄αγοράσουν ρούχα και κάτι ζεστό να φορέσουν και κάτι να πιούν στους φτωχούς
  • Fear not them that sell the body but have not power to buy the soul. James Joyce – Ulysses Μην φοβάσαι αυτούς που πουλάνε το σώμα αλλά δεν έχουν την δύναμη να αγοράσουν την ψυχή.

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.