choose
Verb
Trans. + Intrans.

Ανώμαλο ρήμα: choose, chose, chosen και choosing

Το ουσιαστικό του (που εμφανίζεται και σαν επίθετο) χωρίς να διαφέρει πολύ, δεν είναι ακριβώς ίδιο:

choice (n, adj): επιλογή, επιλεγμένο, διαλεγμένο

Παραδείγματα:

  • He chose to follow a different direction. Διάλεξε μία διαφορετική κατεύθυνση.
  • I must choose one of the two. Πρέπει να διαλέξω ένα από τα δύο.
  • She always chooses her sister over her brother. Πάντα προτιμάει την αδελφή της από τον αδελφό της.
  • You have a choice: you could either stay here with me or move in with your boyfriend. Μπορείς να διαλέξεις: είτε μένεις εδώ μαζί μου ή μετακομίζεις στου φίλου σου.
  • It’s your choice. Είναι δικιά σου επιλογή.
  • I wish I had one more choice. Mακάρι να είχα μια ακόμα ευκαιρία.
  • This is choice A, USDA beef. Αυτό είναι Α’ διαλογής (Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ) βοδινό (κρέας).
  • You expect me to account for opinions which you choose to call mine, but which I have never acknowledged. Jane Austen – Pride and Prejudice Περιμένεις να απολογηθώ για θέσεις που λές ότι είναι δικές μου, που όμως εγώ ποτέ δεν αποδέχτηκα (ελεύθ. μετάφραση).
  • A man cannot be too careful in the choice of his enemies. Oscar Wilde – The Picture of Dorian Gray Κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι αρκετά προσεκτικός διαλέγοντας τους εχθρούς του.
Examples:
It's hard to choose with such a huge variety
I choose a book to read
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.