cure
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

θεραπεύω, θεραπεία, γιατρεύω, γιατρειά

σπανιότερα σημαίνει και επεξεργασία για ορισμένα τρόφιμα ή άλλα υλικά, ώστε να συντηρηθούν καλύτερα ή να βελτιωθεί η ποιότητά τους.

 

Παραδείγματα:

a cure has yet to be found for cancer ακόμα δεν έχει βρεθεί θεραπεία για τον καρκίνο

cured ham and bacon επεξεργασμένο ζαμπόν και μπέϊκον (π.χ. καπνιστό)

Jesus cured the blind man ο Ιησούς θεράπευσε τον τυφλό

 

Examples:
a cure has yet to be found for cancer
They are looking for a cure for cancer
The new discoveries fuel hopes of finding a cure for the disease
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.