σκάβω, σκάψιμο, ανασκαφή
ανεπίσημα σημαίνει και: καταλαβαίνω ή πιάνω το νόημα καθώς και μου αρέσει κάτι, το εκτιμώ
Παραδείγματα:
- The FBI is digging up a lot of information … το FBI ξεσκάβει πολλές πληροφορίες
- You have to dig the ground to plant potatoes Πρέπει να σκάψεις το χώμα για να φυτέψεις πατάτες
- The Palestinians dug an underground tunnel Οι Παλαιστίνιοι έσκαψαν ένα υπόγειο τούνελ
- the tiger dug its claws in the flesh of the poor gazelle ο τίγρης έμπειξε τα νύχια του στη σάρκα της καημένης της γαζέλλας
- I just bought this jacket yesterday. Do you dig it? Αγόρασα αυτό το σακκάκι μόλις χτες. Σ’αρέσει?
- you dig? (colloquial) Κατάλαβες?
- He was on his way to dig some one out of a grave. Charles Dickens – A Tale of two Cities Πήγαινε να ξεσκάψει κάποιον από έναν τάφο.
- … I mean, man, I dig the South, I know it in and out … Jack Kerouac – On the Road … εννοώ, ρε φίλε, μ’αρέσει ο Νότος, τον ξέρω μέσα-έξω …
- Then I had the pleasure of seeing them dig into the bacon with their dirty fingers. Arthur Guy Empey – Over The Top Και μετά είχα την ευχαρίστηση να τους δω να βουτάνε το μπέϊκον με τα βρώμικά τους χέρια
- We were to dig an advanced trench two hundred yards from the Germans. Arthur Guy Empey – Over The Top Ήταν να σκάψουμε ένα προκεχωρημένο σκάμμα 200 γιάρδες από τους Γερμανούς.