dive
Verb, Noun

βουτάω, καταδύομαι, βουτιά, κατάδυση

diver: δύτης

Παραδείγματα:

  • the planes dived towards their target τα αεροπλάνα βούτηξαν προς τον στόχο τους
  • the divers returned to the surface exhausted οι δύτες επέστρεψαν στην επιφάνεια εξουθενωμένοι
  • I will not let you dive into my pockets again said the angry father to his son Δεν θα σ’αφήσω να ξαναβουτήξεις στις τσέπες μου
  • We dived to sixty feet, and then came up to twenty. Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Καταδυθήκαμε στα 60 πόδια και μετά ανεβήκαμε στα 20.
Examples:
Dive, dive, dive screamed the captain of the submarine
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.