BrixFax.NET

Search
feed
Verb, Noun
Français
Deutsch

τρέφω, τροφοδοτώ, τροφοδοσία

I am fed up (ιδιωμ.): είμαι μπουχτισμένος

Παραδείγματα:

  • Feed paper into the printer τροφοδότησε με χαρτί τον εκτυπωτή
  • You should feed the horse. It is starving. Τάϊσε το άλογο. Είναι πολύ πεινασμένο.
  • Feed the animals/your children/your pet Τάϊσε τα ζώα/τα παιδιά σου/τα κατοικίδιά σου
  • Don’t bite the hand that feeds you Μην δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει
  • We have enough food to feed an army. Έχουμε αρκετό φαγητό για να ταϊσουμε έναν (ολόκληρο) στρατό.
  • she is a strict vegetarian. She feeds exclusively on plants. είναι αυστηρή χορτοφάγος. Τρέφεται αποκλειστικά με φυτά.
  • … pray for the people who feed you, and take care of you. Charles Dickens – Oliver Twist … να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους που σε ταϊζουν και σε φροντίζουν.
  • I am hungry, feed me; I am bored, amuse me. Alexandre Dumas – The Count of Monte Cristo Είμαι πεινασμένος, τάϊσέ με, πλήττω, διασκέδασέ με.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.