fight
Verb, Noun

μάχομαι, αγωνίζομαι, παλεύω, μάχη, πάλη

fighter: ο μαχητής, ο πολεμιστής, το καταδιωκτικό αεροπλάνο, ο αθηλητής πολεμικών σπορ

Παραδείγματα:

  • Some people love fighting for money. I, on the other hand, would gladly fight and spend all my money in order to find true love. Σε κάποιους ανθρώπους αρέσει να πολεμάνε για το χρήμα. Εγώ, αντίθετα, ευχαρίστως θα πολεμούσα και θα έδινα όλο μου το χρήμα για να βρω αληθινή αγάπη.
  • I am a lover not a fighter The Girl is mine – Michael Jackson Εγώ είμαι εραστής κι όχι πολεμιστής.
  • From now on we will not say that the Greeks fight like heroes, but that heroes fight like the Greeks (Winston Churchill). Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.
  • The Battle of the Granicus River in May 334 BC was the first of three battles fought between Alexander the Great and the Persian Empire. Η μάχη του Γρανικού ποταμού τον Μάϊο του 334 π.Χ. ήταν η πρώτη από τρεις μάχες ανάμεσα στον Μέγα Αλέξανδρο και την Περσική αυτοκρατορία.
  • The Spitfire was a very capable fighter during the 2nd WW. Το Spitfire ήταν ένα πολύ ικανό μαχητικό (αεροπλάνο) του Β’ Π.Π..
Examples:
Do not fear the fight. Fight your fear instead!
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.