BrixFax.NET

Search
feel
Verb, Noun
Français
Deutsch

feel

αισθάνομαι, συναισθάνομαι, αίσθηση

Προσέξτε τη χρήση του. Είναι μεταβατικό και αμετάβατο.

Παραδείγματα:

  • I feel sick today. Αισθάνομαι άρρωστος σήμερα.
  • I feel cold / bad / warm / exhausted / happy / hungry / thirsty / a draft. Αισθάνομαι κρύο (να κρυώνω) / άσχημα / ζέστη (κάνει ζέστη) / εξαντλημένος / ευτυχισμένος / πεινασμένος / διψασμένος / ένα ρεύμα.
  • I feel like a drink. Θα’θελα ένα ποτό.
  • We are going to the movies. Do you feel like coming with us? Θα πάμε σινεμά. Έχεις όρεξη να έρθεις μαζί μας?
  • We felt the earthquake from 500 miles away. Αισθανθήκαμε το σεισμό από 500 μίλια μακρυά.
  • You need to get the feel of it. It will take some getting used to. Θα χρειαστεί λίγο (καιρό) μέχρι να το συνηθίσεις, να αποκτήσεις την αίσθησή του (να του πάρεις το κολάι).
  • He tried to feel the contents of the package. Προσπάθησε με ψιλάφηση να καταλάβει τι περιείχε το πακέτο.
  • This cloth feels so soft. Αυτό το ύφασμα έχει τόσο απαλή αίσθηση.
  • She felt his arms around her. Αισθάνθηκε τα χέρια του γύρω της (ή πάνω της).
  • He is routhless. He doesn’t have any feelings for anybody. Είναι αμείλικτος/αδυσώπητος. Δεν έχει αισθήματα για κανέναν.
  • It feels cold / warm / hot / wet. Είναι κρύο / ζεστό / καυτό / υγρό.
  • My leg feels numb. Αισθάνομαι το πόδι μου μουδιασμένο.
  • The keys of this keyboard feel mushy. Τα πλήκτρα αυτού του πληκτρολογίου είναι μαλακά (δυσάρεστα μαλακά).

 

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.