hearing: η ακρόαση π.χ. σ’ένα δικαστήριο, σε μια επιτροπή, κι επίσης η ακοή (η αίσθηση)
Παραδείγματα:
- I heard footsteps outside my door Άκουσα βήματα έξω απ’την πόρτα μου
- Can you hear the nightingale sing? Μπορείς ν’ακούσεις το αηδόνι που τραγουδάει?
- I don’t want to hear any more of this nonsense. Δεν θέλω ν’ακούσω άλλες τέτοιες ανοησίες.
- He heard patiently my explanation Άκουσε υπομονετικά την εξήγησή μου
- I heard you coming and I opened the door. Σε άκουσα να έρχεσαι κι άνοιξα την πόρτα.
- I have not heard the particulars of my sister’s death … Charles Dickens – Great Expectations Δεν έχω ακούσει (μάθει) λεπτομέρειες για τον θάνατο της αδελφής μου …
- But he was ever ready to listen to me; and it became the first duty of my life to say to him, and read to him, what I knew he ought to hear. Charles Dickens – Great Expectations Αλλά ήταν πάντα πρόθυμος (έτοιμος) να με ακούσει. Έτσι έγινε πρώτιστο καθήκον μου στη ζωή να του λέω και να του διαβάζω όλα όσα ήξερα ότι έπρεπε ν’ακούσει.