κρατώ, συγκρατώ, σταθεροποιώ, κράτημα
Παραδείγματα:
- Hold this flashlight while I check the engine. Κράτα το φακό όσο εγώ ελέγχω τη μηχανή.
- Hold your horses! Συγκρατήσου ή κάνε υπομονή ή μην είσαι βιαστικός (ιδιωματισμός)
- I am not going to hold it against you. Δεν θα το μετρήσω (κρατήσω) εναντίον σου.
- a suspect cannot be held by the police for more than 24 hours ένας ύποπτος δεν μπορεί να κρατηθεί από την αστυνομία για περισσότερο από 24 ώρες
- new elections will be held in January θα γίνουν νέες εκλογές τον Ιανουάριο
- the policeman thought the suspect was holding a gun and fired a warning shot ο αστυνομικός νόμισε ότι ο ύποπτος κρατούσε όπλο κι έριξε μία προειδοποιητική βολή
- he filled his pockets with as many cookies as they would hold. γέμισε τις τσέπες του με όσα περισσότερα γλυκάκια μπορούσαν να χωρέσουν
- “Who is that?” I said. “Colonel Stein!” replied the voice, and my fears were confirmed, but my
plan of campaign held good. Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Ποιός είναι (στο τηλέφωνο)? είπα. “Συνταγματάρχης Στάϊν” απάντησε η φωνή και οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν, αλλά το σχέδιό μου κρατούσε καλά.