keep
Verb, Noun

κρατώ, διατηρώ, συνεχίζω, φυλάω, διακράτηση, παρακράτηση

keep an eye on: ρίχνω μια ματιά, προσέχω (ιδιωματισμός)

keep up: συνεχίζω (ιδιωματισμός) (phrasal verb)

Παραδείγματα:

  • You can keep the change! Μπορείς να κρατήσεις τα ρέστα!
  • Can you keep a secret? Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό?
  • Well done! Keep up the good work! Μπράβο! Συνέχισε να κάνεις τέτοια καλή δουλειά!
  • Keep an eye on my bag while I go to the bathroom for a minute. Πρόσεχε την τσάντα μου για ένα λεπτό όσο πάω στην τουαλέτα.
  • He never kept his promise. Ποτέ δεν κράτησε την υπόσχεσή του.
  • Keep this receipt for your records Κράτησε αυτήν την απόδειξη για το αρχείο σου
  • Will you keep me company? Θα μου κρατήσεις συντροφιά?
  • We keep minutes for all our meetings in this company Σ’αυτήν την εταιρία κρατάμε πρακτικά απ’όλες τις συναντήσεις
  • If you have a suspicion in your own breast, keep that suspicion in your own breast. Charles Dickens – Great Expectations Αν έχεις μια υποψία μέσα σου, κράτησέ την μέσα σου.
Examples:
I keep having this dream of driving a Ferrari to Monaco
Some fresh fruits and vegetables keep better in the refrigerator

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.