BrixFax.NET

Search
lay
Verb, Noun
Français
Deutsch

απλώνω, στρώνω, εναποθέτω, βάζω

Θέλει προσοχή γιατί είναι ίδιο στον ενεστώτα με τον αόριστο του πολύ κοντινού σε έννοια lie. Να ξέρετε ότι το lie (κείτομαι, είμαι ξαπλωμένος) δεν έχει αντικείμενο ενώ το lay τις περισσότερες φορές έχει.

layer: στρώμα, στρώση, π.χ. ένα στρώμα χρώματος πάνω στο ξύλο

Παραδείγματα:

  • Cuckoos lay their eggs in other birds’ nests. Ο κούκος εναποθέτει τ’αυγά του στη φωλιά ενός άλλου πουλιού.
  • We laid a blanket on the gound and had picnic απλώσαμε μια κουβέρτα στο έδαφος και κάναμε πικνίκ
  • Martin Luther, a German theologian, laid the foundation for the reformation movement. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, Γερμανός θεολόγος, έβαλε τα θεμέλια του Προτεσταντισμού.
  • The engineer unfolded the blueprint and laid it on the table. Ο μηχανικός ξεδίπλωσε το σχέδιο και το άπλωσε πάνω στο τραπέζι.
  • To make a chocolate cake you lay several layers of chocolate. Για να κάνεις μια τούρτα από σοκολάτα απλώνεις στρώσεις σοκολάτας.
  • It is not a good idea to lay asphalt on frozen ground Δεν είναι καλή ιδέα να στρώσεις άσφαλτο πάνω σε παγωμένο έδαφος
  • I laid down my pen, and Biddy stopped in her needlework without laying it down. Charles Dickens – Great Expectations Άφησα την πένα μου και η Μπίντι σταμάτησε το κέντημά της χωρίς να το ακουμπήσει κάτω.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.