BrixFax.NET

Search
lead
Verb, Noun, Adjective

οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγός, αρχηγός, προβάδισμα, πρώτος, αρχικός

leader: αρχηγός, ηγέτης

leadership: ηγεσία (το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα)

Παραδείγματα:

lead led led leading
Che led the Cuban revolution, photo: Alberto Korda
  • She is the lead surgeon of this hospital Είναι η αρχι-χειρουργός του νοσοκομείου
  • Martin Luther King led a movement of non-violent, peaceful protests against racial injustice in the United States. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ξεκίνησε ένα κίνημα ειρηνικής και χωρίς βία διαμαρτυρίας κατά της φυλετικής αδικίας στις ΗΠΑ
  • this corridor leads to the main hall αυτός ο διάδρομος οδηγεί στην κυρίως αίθουσα
  • Che Guevara was a revolutionary leader who, after his death, became an icon of leftist radicalsm and anti-imperialism. Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας επαναστάτης ηγέτης που μετά το θάνατό του έγινε σύμβολο της ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντι-ιμπεριαλισμού.
  • this is the opinion of leading medical and scientific authorities. αυτή είναι η γνώμη κορυφαίων του ιατρικού κι επιστημονικού χώρου.
  • Volkswagen Group was the world’s leading car manufacturer in 2016 Το γκρούπ Φολκσβάγκεν ήταν η ηγέτιδα (πρώτη σε μέγεθος) κατασκευάστρια αυτοκινήτων το 2016
  • Neil Armstrong led the moon mission in 1972. Ο Νιλ Άρμστρονγκ ηγήθηκε της αποστολής στο φεγγάρι το 1972.
  • Marie Curie’s research led to the discovery of radium and polonium. Η έρευνα της Μαρία Κιουρί οδήγησε στην ανακάλυψη του Ραδίου και του Πολωνίου.
  • Estella, dearest Estella, do not let Miss Havisham lead you into this fatal step. Charles Dickens – Great Expectations Εστέλλα, αγαπημένη μου Εστέλλα, μην επιτρέψεις στην Μις Χάβισαμ να σε οδηγήσει σ’αυτό το θανάσιμο βήμα.

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.