municipal
Adjective

που ανήκει ή έχει να κάνει με το δήμο ή την κοινότητα

Examples:
They petitioned for a municipal ordinance banning heavy truck traffic in their neighborhood
The municipal administration manages the public services of the city

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.