πληρώνω, πληρωμή, επί πληρωμή
payment (n): επίσης πληρωμή
payback (n): αποπληρωμή αλλά και εκδίκηση, repay (v): ξεπληρώνω
Παραδείγματα:
- Did you have to pay for this haircut? 🙂 χρειάστηκε να πληρώσεις γι’αυτό το κούρεμα (ειρωνικό/πείραγμα προς ένα φίλο για το κούρεμά του)
- I paid my dues πλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις/οφειλές μου
- this stock will not pay dividend this year αυτή η μετοχή δεν θα πληρώσει μέρισμα φέτος
- I paid dearly for all my mistakes πλήρωσα ακριβά όλα μου τα λάθη
- he didn’t make his car loan payments and the bank repossessed his car δεν πλήρωσε τις δόσεις του και η τράπεζα του κατέσχεσε το αυτοκίνητο
- pay a visit κάνω μία επίσκεψη
- … the fighting here has not been previously equalled in the war, such is the intensity of the combat and the price each side is paying. Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander … η μάχη εδώ δεν έχει όμοιό της σ’ολόκληρο τον πόλεμο, τέτοια είναι η έντασή της και το τίμημα που κάθε πλευρά πληρώνει.