BrixFax.NET

Search
pay
Verb, Noun, Adjective
Français
Deutsch

πληρώνω, πληρωμή, επί πληρωμή

payment (n): επίσης πληρωμή

payback (n): αποπληρωμή αλλά και εκδίκηση, repay (v): ξεπληρώνω

Παραδείγματα:

  • I get paid every other week/monthly. Πληρώνομαι κάθε βδομάδα/μήνα
  • Did you have to pay for this haircut? 🙂 χρειάστηκε να πληρώσεις γι’αυτό το κούρεμα (ειρωνικό/πείραγμα προς ένα φίλο για το κούρεμά του)
  • I paid my dues πλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις/οφειλές μου
  • this stock will not pay dividend this year αυτή η μετοχή δεν θα πληρώσει μέρισμα φέτος
  • I paid dearly for all my mistakes πλήρωσα ακριβά όλα μου τα λάθη
  • he didn’t make his car loan payments and the bank repossessed his car δεν πλήρωσε τις δόσεις του και η τράπεζα του κατέσχεσε το αυτοκίνητο
  • pay a visit κάνω μία επίσκεψη
  • … the fighting here has not been previously equalled in the war, such is the intensity of the combat and the price each side is paying. Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander … η μάχη εδώ δεν έχει όμοιό της σ’ολόκληρο τον πόλεμο, τέτοια είναι η έντασή της και το τίμημα που κάθε πλευρά πληρώνει.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.