put
Verb, Noun, Adjective

Υπάρχει ένα χρηματοοικονομικό παράγωγο που λέγεται put και ουσιαστικά σημαίνει ότι κάποια αξία έχει μπει (τοποθετηθεί) για πώληση

  • Don’t put all the eggs in one basket μη βάζεις όλα τ’ αυγά στο ίδιο καλάθι
  • put your differences aside παραμερίστε τις διαφορές σας (δηλ. μην τσακώνεστε)
  • Put your hand on my shoulder βάλε το χέρι σου στον ώμο μου (τραγούδι του Paul Anka, γνωστό από την ταινία “Γρανίτ’ από λεμόνι”)
  • Our coach has put us through some really hard training Ο προπονητής μας μας έχει βάλει σε ένα πολύ δύσκολο πρόγραμμα
  • Put on your shoes and your clothes Βάλε τα παπούτσια σου και τα ρούχα σου
  • The important thing is to put the theory into practice Το σημαντικό είναι να κάνεις τη θεωρία πράξη
  • put your money where your mouth is: (Saying) να επενδύεις και να ενισχύεις εκείνα τα πράγματα που γεμίζουν κάθε μέρα το πιάτο σου
  • I want you to put your promise down in writing Θέλω να μου δώσεις γραπτά αυτό που μου υπόσχεσαι
Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.