στήνω, βάζω, τοποθετώ, σταθεροποιώ, ομάδα, συλλογή
Ακόμα:
αυτό που στα Ελληνικά μαθηματικά λέμε
σύνολο
Παραδείγματα:
- all set έτοιμος ή και πανέτοιμος
- set up the chess board στήσε τη σκακιέρα (λ.χ. για να παίξουμε)
- a set of five numbers ένα σύνολο πέντε αριθμών
- She is setting him up του τη στήνει λ.χ. για να του κάνει κάποια πλάκα ή για να τον ξεγελάσει (ιδιωμ.)
- Setting me up (γνωστό τραγούδι των Dire Straits)
- They set her up with Nick την προξενέψανε ώστε να τα “φτιάξει” με τον
Νίκ