set
Verb, Noun, Adjective

Παραδείγματα:

  • all set έτοιμος ή και πανέτοιμος
  • a set of five numbers ένα σύνολο πέντε αριθμών
  • She is setting him up του τη στήνει λ.χ. για να του κάνει κάποια πλάκα ή για να τον ξεγελάσει (ιδιωμ.)
  • Setting me up (γνωστό τραγούδι των Dire Straits)
  • They set her up with Nick την προξενέψανε ώστε να τα “φτιάξει” με τον
    Νίκ
Examples:
set up the chess board
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.