speed
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

Έχει επίσης και κανονική μορφή: speed, speeded, speeded

Παραδείγματα:

  • In Physics speed is defined as the distance travelled by an object divided by the time taken to cover that distance. Στη Φυσική ως ταχύτητα ορίζεται η απόσταση που διανύει ένα αντικείμενο προς (διαίρεση) τον χρόνο που χρειάστηκε το αντικείμενο να διανύσει αυτήν την απόσταση.
  • Another word for speed is velocity
  • Looking out the window of a speeding train, the speed with which nearby objects move seems faster than that of more distant objects. Κοιτώντας έξω απ’το παράθυρο ενός τραίνου που κινείται, τα κοντινά αντικείμενα φαίνονται σαν να κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ότι τα μακρινά.
  • Superman can run faster than a speeding bulletΟ Σούπερμαν μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα από μία σφαίρα (βλήμα/βολίδα όπλου)!
  • We gradually came round to our proper course, and cruised all day submerged at dead slow speed. Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Σταδιακά ήρθαμε στη σωστή πορεία μας και συνεχίσαμε όλη μέρα σε κατάδυση με πολύ αργή ταχύτητα.
Examples:
The Ferrari sped down the road and then turned left
We must respect the speed limits on the highway

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.