BrixFax.NET

Search
sting
Verb, Noun
Français
Deutsch

κεντρίζω, δαγκώνω ή τσιμπάω (όπως ένα έντομο), τσίμπημα, κεντρί

Παραδείγματα:

  • A bee dies after it stings you Η μέλισσα πεθαίνει μόλις (λίγο αφού) σε τσιμπήσει
  • a scorpion sting can lead to death το τσίμπημα του σκορπιού μπορεί να προκαλέσει θάνατο
  • Honey bees are the only bees to die after stinging. Οι μέλισσες (αυτό το είδος που κάνει μέλι) είναι το μόνο είδος (μελισσών) που πεθαίνει μετά το τσίμπημα
  • In English a mosquito doesn’t sting. It bites. Στα αγγλικά τα κουνούπια δεν τσιμπάνε. Δαγκώνουν.
  • a wasp sting can be very painful το τσίμπημα της σφήκας μπορεί να είναι πολύ οδυνηρό
  • if you get stung by a nettle don’t scratch the area αν σε τσιμπήσουν τσουκνίδες μην ξύνεις την περιοχή
  • “It should be Christmas-day, I am sure,” said she, “on which one drinks (to) the health of such an odious, stingy, hard, unfeeling man as Mr. Scrooge” … Charles Dickens – A Christmas Carol “Είναι Χριστούγεννα, βέβαια” είπε (αυτή) “και κανείς θα πρέπει να πίνει στην υγειά ενός τέτοιου μισητού, αρχιτσιγκούναρου, σκληρού και χωρίς συναισθήματα ανθρώπου όπως ο κ. Σκρούτζ” …
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.