Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: stripped
Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: ξεγύμνωμα, κι επίσης striptease στριπτίζ
stripper: αυτός ή αυτή που κάνει striptease
strip (n): κάτι στενόμακρο, μια λωρίδα
Παραδείγματα:
First strip the shrimp then cut to many tiny piecesπρώτα ξεγυμνώνεις την γαρίδα και μετά την κόβεις σε πολλά μικρά κομματάκια
She danced slowly and seductively while stripping at the same timeχόρευε αργά και σαγηνευτικά ενώ συγχρόνως ξεγυμνώνονταν
There was a strip of light coming through the closed windowΥπήρχε μια λωρίδα φωτός που ερχόταν από το κλειστό παράθυρο
you strip a cable from its plastic coverξεγυμνώνεις ένα καλώδιο από το πλαστικό του κάλυμμα
Many athletes have been stript of their Olympic medals for violating International Olympic Committee regulationsΑπό πολλούς αθλητές έχουν αφαιρεθεί τα Ολυμπιακά τους μετάλλια για παραβιάσεις κανονισμών της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής
… her brother Solomon was a heartless scoundrel who had stripped her of everything she possessed. Charles Dickens – A Tale of two Cities …ο αδελφός της ο Σόλομον ήταν ένας άκαρδος παλιάνθρωπος που της είχε πάρει όλα της τα υπάρχοντα.
Examples:
First strip the shrimp then cut to many tiny pieces