sweep
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

σκουπίζω, σαρώνω

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες

Παραδείγματα:

  • The criminal swept all his traces clean Ο εκγληματίας καθάρισε όλα του τα ίχνη
  • the great explorers swept the oceans for new worlds οι μεγάλοι εξερευνητές σάρωσαν τους ωκεανούς για νέους κόσμους
  • the Police swept the room for evidence η Αστυνομία σάρωσε το δωμάτιο για αποδείξεις
  • his eyes swept the road but his mind was elsewhere τα μάτια του σάρωναν τον δρόμο αλλά το μυαλό του ήταν αλλού
  • … and that record in sand was fast washing out, under the waves of happiness that were sweeping over it now. Mark Twain – Aventures of Tom Sawyer …κι η γραφή στην άμμο έσβηνε κάτω από τα κύματα της ευτυχίας που τον πλημμύριζαν (σάρωναν) τώρα.
  • … and the tremendous boom was now flying from side to side, completely sweeping the entire after part of the deck. Herman Melville – Moby Dick; or The Whale … κι η τεράστια μπούμα έχασκε απ’τη μιά μεριά στην άλλη σαρώνοντας ολόκληρο το πίσω μέρος του καταστρώματος.
Examples:
Take this broom and sweep the floor
There was a pile of leaves in the garden to sweep
They must sweep the kitchen floor
He forgot to sweep the terrace
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.