BrixFax.NET

Search
sweep
Verb, Noun
Français
Deutsch

σκουπίζω, σαρώνω

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες

Παραδείγματα:

  • Take this broom and sweep the floor Πάρε αυτή τη σκούπα και σκούπισε το πάτωμα
  • The criminal swept all his traces clean Ο εκγληματίας καθάρισε όλα του τα ίχνη
  • the great explorers swept the oceans for new worlds οι μεγάλοι εξερευνητές σάρωσαν τους ωκεανούς για νέους κόσμους
  • the Police swept the room for evidence η Αστυνομία σάρωσε το δωμάτιο για αποδείξεις
  • his eyes swept the road but his mind was elsewhere τα μάτια του σάρωναν τον δρόμο αλλά το μυαλό του ήταν αλλού
  • … and that record in sand was fast washing out, under the waves of happiness that were sweeping over it now. Mark Twain – Aventures of Tom Sawyer …κι η γραφή στην άμμο έσβηνε κάτω από τα κύματα της ευτυχίας που τον πλημμύριζαν (σάρωναν) τώρα.
  • … and the tremendous boom was now flying from side to side, completely sweeping the entire after part of the deck. Herman Melville – Moby Dick; or The Whale … κι η τεράστια μπούμα έχασκε απ’τη μιά μεριά στην άλλη σαρώνοντας ολόκληρο το πίσω μέρος του καταστρώματος.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.