tear
Verb, Noun

Επίσης: αποκόπτω (όπως το απόκομμα ενός εισιτηρίου)

Προσοχή σαν ουσιαστικό σημαίνει: δάκρυ αλλά προφέρεται διαφορετικά.

tatter: κουρελιάζω, κομματιάζω (ένα κομμάτι ύφασμα)

(ομαλό ρήμα: tattered, tattered, tattering) και σαν ουσιαστικό σημαίνει: κουρελάκι, ένα κομμάτι υφάσματος που κρέμεται (συνήθως είναι ακόμα ενωμένο με το ύφασμα απ’ το οποίο προέρχεται)

Παραδείγματα:

  • He grabbed the envelope from my hand and tore it to ribbons άρπαξε το φάκελο απ’το χέρι μου και τον έκοψε σε λωρίδες
  • She’s torn my heart to pieces. Μου κομμάτιασε την καρδιά.
  • Be careful with this girls. She’ll tear your heart out. Πρόσεχε αυτήν την κοπέλα. Θα σου ξεριζώσει την καρδιά.
  • Did you have to pay for these tattered jeans. 🙂 Χρειάστηκε να πληρώσεις γι’αυτό το σκισμένο τζήν? (ερώτηση που κάνω συχνά στην κόρη μου), βλέπετε τώρα είναι της μόδας τα σκισμένα ρούχα.
  • this big dog can easily tear somebody to pieces. Better keep it on a short leash. αυτό το μεγάλο σκυλί μπορεί εύκολα να κομματιάσει κάποιον. Καλύτερα να το κρατάς καλά με λουρί (ιδιωμ. δηλ. να το προσέχεις πολύ).
  • When you count your inventory you must account also for wear and tear. Όταν μετράς το απόθεμά σου πρέπει να μετράς και την φθορά και την καταστροφή.
  • … the secret was such an old one now, had so grown into me and become a part of myself, that I could not tear it away. Charles Dickens – Great Expectations ... το μυστικό ήταν πλέον παλιό, είχε μεγαλώσει μέσα μου κι είχε γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν μπορούσα να το κόψω και να το πετάξω.
Examples:
His clothes were torn and tattered
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.