BrixFax.NET

Search
wear
Verb, Noun
Français
Deutsch

φοράω, φθείρω (π.χ. ρούχα)

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες

Παραδείγματα:

  • She was wearing a beautiful hat Φορούσε ένα ωραίο καπέλο
  • In Nazi Germany Jews were required to wear a yellow star Στη ναζιστική Γερμανία οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να φοράνει ένα κίτριον αστέρι
  • The pope wears a special ring. It’s called the ring of the Fisherman Ο Πάπας φοράει ένα ειδικό δαντυλίδι. Το δαχτυλίδι του ψαρά.
  • I think she is wearing a wig Νομίζω ότι (αυτή) φοράει περούκα
  • Girls are not allowed to wear makeup at school Τα κορίτσια δεν επιτρέπεται να φοράνε μέϊκαπ στο σχολείο
  • When you count your inventory you must account also for wear and tear. Όταν μετράς το απόθεμά σου πρέπει να μετράς και την φθορά και την καταστροφή.
  • My worldly affairs began to wear a gloomy appearance, and I was pressed for money by more than one creditor. Charles Dickens – Great Expectations Οι κοσμικές μου υποθέσεις άρχισαν να αποχτούν μία πιο ζοφερή εικόνα (ελεύθ. μετάφραση και μεταφορά) και πιεζόμουνα για χρήματα από περισσότερους από έναν πιστωτές.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.