wake
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Επίσης: ξεσηκώνω, ξεσήκωμα

είναι επίσης και το κύμα που αφήνει ένα σκάφος καθώς κινείται πάνω (ή και μέσα) σε ένα υγρό ή σε ένα αέριο, π.χ. το κύμα που αφήνει πίσω του ένα πλοίο

woke: ο simple past tense του ρήματος που με ρόλο επιθέτου έχει την έννοια του αφυπνισμένου, ξύπνιου, εν εγρηγόρσει, (π.χ. σε θέματα κοινωνικών αδικιών)

Παραδείγματα:

  • I called the hotel reception and asked for a wake-up call at six o’clock Πήρα την ρεσεψιόν και ζήτησα να με ξυπνήσουν στις έξι
  • Don’t talk so loud, you’ll wake the baby Μην μιλάτε τόσο δυνατά. Θα ξυπνήσετε το μωρό.
  • She was sound asleep. I didn’t want to wake her. Κοιμόταν βαθιά. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω.
  • I wake up to the sound of music, Mother Mary comes to me. The Beatles – Let it be Ξυπνάω με μουσική κι η μητέρα Μαίρη έρχεται σε μένα.
  • She goes to Opera and stays wide awake (yes, I do). Tony Bennett – The Lady Is A Tramp Πάει στην Όπερα και μένει ξύπνια (πράγματι μένω ξύπνια).
  • I told him I would do so, with all the interest and curiosity that his preparation awakened. Charles Dickens – Great Expectations Του είπα ότι θα το κάνω, με όλο το ενδιαφέρον και την περιέργεια που αυτή η προετοιμασία μου είχε φέρει (αφυπνήσει/ξεσηκώσει/δημιουργήσει)
Examples:
After attending the workshop on social justice issues, she became more woke about inequalities in our society
I woke up at 5 o'clock this morning
I wake up early in the morning
Don't forget to wake up early tomorrow for your appointment
I usually wake up around seven in the morning
He set his clock alarm to wake up early in the morning
I wake up early

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.