Επίσης: φθείρω (π.χ. ρούχα)
ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες
Παραδείγματα:
- In Nazi Germany Jews were required to wear a yellow star Στη ναζιστική Γερμανία οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να φοράνει ένα κίτριον αστέρι
- The pope wears a special ring. It’s called the ring of the Fisherman Ο Πάπας φοράει ένα ειδικό δαντυλίδι. Το δαχτυλίδι του ψαρά.
- I think she is wearing a wig Νομίζω ότι (αυτή) φοράει περούκα
- Girls are not allowed to wear makeup at school Τα κορίτσια δεν επιτρέπεται να φοράνε μέϊκαπ στο σχολείο
- When you count your inventory you must account also for wear and tear. Όταν μετράς το απόθεμά σου πρέπει να μετράς και την φθορά και την καταστροφή.
- My worldly affairs began to wear a gloomy appearance, and I was pressed for money by more than one creditor. Charles Dickens – Great Expectations Οι κοσμικές μου υποθέσεις άρχισαν να αποχτούν μία πιο ζοφερή εικόνα (ελεύθ. μετάφραση και μεταφορά) και πιεζόμουνα για χρήματα από περισσότερους από έναν πιστωτές.