άνεμος, αέρας
windy: επίθετο, δηλ. ανεμώδης, με πολύ αέρα, πιο σπάνια: του αέρα, χωρίς ουσία
Παραδείγματα:
- the wind blows south o άνεμος φυσά νότια
- the wind of change ο άνεμος της αλλαγής
- the wind is blowing through the trees ο άνεμος φυσάει ανάμεσα στα δέντρα
- The wild and windy night that the rain washed away … Η άγρια και ανεμώδης νύχτα που ξέπλυνε η βροχή … (από το τραγούδι των Beatles: The long and Winding Road)
- I ride like the wide … Οδηγώ σαν τον άνεμο (δηλ. γρήγορα, ομώνυμο τραγούδι του Christopher Cross)
- we were running against the wind, τρέχαμε κόντρα στον άνεμο, (πολύ ωραίο τραγούδι του Bob Seger)
- Windy City is the nickname of the City of Chicago. Το χαϊδευτικό όνομα του Σικάγο είναι πόλη των ανέμων.
- Aegean Islands are ususally very windy in July. Τα νησιά του Αιγαίου έχουν συνήθως πολύ αέρα τον Ιούλιο.
- Politicians make a lot of windy promises before the elections. Οι πολιτικοί δίνουν άφθονες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα πριν τις εκλογές.