wreck (v, n), wreckage (n), shipwreck (n), wrecker (n)
Verb, Noun
Trans. + Intrans.
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Βλέπε σχετικό άρθρο.

sinking, Untergang, naufrage Titanic
“Untergang der Titanic”, Willy Stöwer, 1912
Titanic wreck: Tο διασημότερο wreck της ανθρώπινης ιστορίας.
Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.