asleep: το επίθετο της λέξης, δηλ. κοιμησμένος
και
sleepy: νυσταγμένος
Παραδείγματα:
- He fell asleep watching TV αποκοιμήθηκε βλέποντας τηλεόραση
- He walks in his sleep Περπατάει στον ύπνο του (δηλ. είναι υπνοβάτης).
- Sleep long and sound Κοιμήσου αρκετά και χωρίς διακοπές
- I know that she’s sleeping with him Ξέρω ότι κοιμάται μαζί του (δηλ. κάνει σεξ)
- I’ll sleep like a baby after I finish this drink θα κοιμηθώ σαν μωράκι (σαν πουλάκι) μόλις τελειώσω αυτό το ποτό
- I couldn’t get any sleep last night Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου χτες το βράδυ
- The sentry fell asleep Ο σκοπός (φρουρός) αποκοιμήθηκε
- He fell off into a profound sleep έπεσε σ’έναν βαθύ ύπνο
- It’s been a hard day’s night, I should be sleeping like a log The Beatles Ήταν μια σκληρή μέρα και θα ξεραθώ στον ύπνο (κατά λέξη: θα κοιμηθώ σαν κούτσουρο)
- He had rolled a handkerchief round his head, and his face was set and lowering in his sleep. Charles Dickens – Great Expectations Τύλιξε ένα μαντήλι γύρω από το κεφάλι του και το πρόσωπό του έγυρε και το κεφάλι του χαμήλωσε μέσα στον ύπνο του.