BrixFax.NET

Search
sleep
Verb, Noun
Français
Deutsch

κοιμάμαι, ύπνος

asleep: το επίθετο της λέξης, δηλ. κοιμησμένος

και

sleepy: νυσταγμένος

Παραδείγματα:

  • Sleep tight and sweet dreams! Καλό ύπνο (ελεύθερη μετάφραση) και όνειρα γλυκά!
  • He fell asleep watching TV αποκοιμήθηκε βλέποντας τηλεόραση
  • He walks in his sleep Περπατάει στον ύπνο του (δηλ. είναι υπνοβάτης).
  • Sleep long and sound Κοιμήσου αρκετά και χωρίς διακοπές
  • I know that she’s sleeping with him Ξέρω ότι κοιμάται μαζί του (δηλ. κάνει σεξ)
  • I’ll sleep like a baby after I finish this drink θα κοιμηθώ σαν μωράκι (σαν πουλάκι) μόλις τελειώσω αυτό το ποτό
  • I couldn’t get any sleep last night Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου χτες το βράδυ
  • The sentry fell asleep Ο σκοπός (φρουρός) αποκοιμήθηκε
  • He fell off into a profound sleep έπεσε σ’έναν βαθύ ύπνο
  • It’s been a hard day’s night, I should be sleeping like a log The Beatles Ήταν μια σκληρή μέρα και θα ξεραθώ στον ύπνο (κατά λέξη: θα κοιμηθώ σαν κούτσουρο)
  • He had rolled a handkerchief round his head, and his face was set and lowering in his sleep. Charles Dickens – Great Expectations Τύλιξε ένα μαντήλι γύρω από το κεφάλι του και το πρόσωπό του έγυρε και το κεφάλι του χαμήλωσε μέσα στον ύπνο του.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.