draw
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Παραδείγματα:

  • He had drawn a circle on the ground είχε χαράξει έναν κύκλο στο χώμα
  • he drew his pistol from the holster έσυρε το πιστόλι από τη θήκη του
  • Next week I start drawing lessons την επόμενη βδομάδα αρχίζω μαθήματα σχεδίου
  • She made a beautiful drawing of a house σχεδίασε ένα όμορφο σπίτι (ελεύθ. μετάφραση).
  • when you write a check the money is drawn from your account όταν γράφεις μια επιταγή τα χρήματα θα (απο)συρθούν από τον λογαρισμό σου
  • Give me a second. I need to draw my breath. Δώσ’μου ένα δευτερόλεπτο. Χρειάζομαι να πάρω μια ανάσα.
  • A boy may lock his door, may be warm in bed, may tuck himself up, may draw the clothes over his head, may think himself comfortable and safe, but that young man will softly creep and creep his way to him and tear him open. Charles Dickens – Great Expectations Ένα αγόρι μπορεί να κλειδώσει την πόρτα του, να είναι τυλιγμένος ζεστά στο κρεβάτι του σκεπασμένος και να νομίζει ότι δεν κινδυνεύει αλλά εκείνος ο νεαρός θα τον πλησιάσει αθόρυβα και θα τον σφάξει (ελεύθ. μετάφραση).

Examples:
He drew his sword and struck with great force
They had to interpret the results of the experiment to draw conclusions
They analyzed the heterogeneous sample in order to draw conclusions
They learned to draw an ellipse in math class
They bought chalk to draw
Draw a diagonal line on the sheet
He used a compass to draw a perfect circle
She used charcoal to draw a realistic portrait
They like to draw landscapes
He is trying to draw a plan
She wants to draw a portrait
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.