BrixFax.NET

Search
draw
Verb, Noun
Français
Deutsch

σύρω, σχεδιάζω, κλήρωση

Παραδείγματα:

  • He drew his sword and struck with great force έσυρε το ξίφος του και χτύπησε με μεγάλη δύναμη
  • He had drawn a circle on the ground είχε χαράξει έναν κύκλο στο χώμα
  • he drew his pistol from the holster έσυρε το πιστόλι από τη θήκη του
  • Next week I start drawing lessons την επόμενη βδομάδα αρχίζω μαθήματα σχεδίου
  • She made a beautiful drawing of a house σχεδίασε ένα όμορφο σπίτι (ελεύθ. μετάφραση).
  • when you write a check the money is drawn from your account όταν γράφεις μια επιταγή τα χρήματα θα (απο)συρθούν από τον λογαρισμό σου
  • Give me a second. I need to draw my breath. Δώσ’μου ένα δευτερόλεπτο. Χρειάζομαι να πάρω μια ανάσα.
  • A boy may lock his door, may be warm in bed, may tuck himself up, may draw the clothes over his head, may think himself comfortable and safe, but that young man will softly creep and creep his way to him and tear him open. Charles Dickens – Great Expectations Ένα αγόρι μπορεί να κλειδώσει την πόρτα του, να είναι τυλιγμένος ζεστά στο κρεβάτι του σκεπασμένος και να νομίζει ότι δεν κινδυνεύει αλλά εκείνος ο νεαρός θα τον πλησιάσει αθόρυβα και θα τον σφάξει (ελεύθ. μετάφραση).

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.