Για όλα τα παρακάτω εννοείται το to (και μερικές φορές το to be) πριν από το phrasal verb.
Φυσικά, τα phrasal verbs είναι πολύ περισσότερα από αυτά τα λίγα (αλλά σημαντικά) που αναφέρουμε παρακάτω. Περισσότερα στο Dictionary.
be up to (something): σκαρώνω κάτι, ετοιμάζω κάτι
carry on συνεχίζω
catch up προφταίνω
count on (somebody or something): στηρίζομαι σε κάποιον ή σε κάτι
end up καταλήγω
find out ανακαλύπτω
fix up (somebody with somebody else): τους βοηθάω να τα “φτιάξουν”
fix up (something): κανονίζω κάτι, το “στερεώνω” ώστε να μην αποτύχει
get along (with somebody): τα πάω καλά με κάποιον, συμφωνούμε, ταιριάζουμαι
get after (somebody or something): κυνηγάω, διώκω, καταδιώκω
get away φεύγω, ξεφεύγω
get by το να τα καταφέρνεις (οικονομικά) αλλά χωρίς να σου περισσεύουν χρήματα
get cracking ξεκινάω
get … με σχεδόν οτιδήποτε παίρνει το νόημα του οτιδήποτε
go after κυνηγάω κάτι, καταδιώκω, επιδιώκω (π.χ. ένα σκοπό, ένα στόχο)
go ahead προχωράω, συνεχίζω
go along πάω μαζί, συμφωνώ
go under αποτυγχάνω, βυθίζομαι
hang around: βρίσκομαι εδώ γύρω, δεν χάνομαι, δεν εξαφανίζομαι, δεν απομακρύνομαι
hang on περιμένω (συχνά λίγο) εδώ που είμαι
keep up συνεχίζω
live off (somebody else): στηρίζομαι στους πόρους (στα χρήματα) που μου παρέχει κάποιος άλλος για να ζήσω
look after somebody: προσέχω κάποιον, φροντίζω κάποιον
look for ψάχνω
look out προσέχω
look up to somebody προσβλέπω σε κάποιον, τον κοιτάω με θαυμασμό και σεβασμό
kick off ξεκινάω, ξεκίνημα
put off αναβάλλω
rip-off εξαπατώ, κλέβω
run out: τελειώνει κάτι, σώνεται
shake off ξεφορτώνομαι (κάποιον ή κάτι), απαλάσσομαι από κάποιον ή κάτι.
take for περνάω (κάποιον για κάποιν άλλο ή για κάτι)
take off απογειώνομαι, βγάζω
take over αναλαμβάνω
turn down (somebody or something, e.g. a proposal, a solution): απορρίπτω
watch out προσέχω