will
Verb, Noun

θα + κάποιο ρήμα, πρόκειτα να …

modal verb

  • δεν αλλάζει στο γ’ πρόσωπο, δηλ. he/she/it will, έχει μόνο αόριστο (would) και μπορεί να είναι μόνο του μόνο αν είναι σε μία πρόταση που είναι η απάντηση σε μία ερώτηση. Αλλιώς συνοδεύει πάντα κάποιο άλλο ρήμα. Δεν παίρνει to ανάμεσα σ’ αυτό και στο ρήμα που συνοδεύει.
  • Η άρνησή του έχει συχνά την συνεπτυγμένη μορφή: won’t.
  • Είναι το βασικό βοηθητικό ρήμα για τον σχηματισμό του μέλλοντα.
  • O χαρακτήρας του ρήματος που συνοδεύει αλλάζει δίνοντάς του ένα από τα παρακάτω νοήματα:
    • πρόβλεψη ή υπόσχεση ότι θα γίνει ή θα κάνουμε κάτι,
    • βεβαιότητα ότι θα γίνει κάτι ή και το αντίθετο (απόλυτη σιγουριά ότι δεν θα γίνει),
    • πιθανότητα να γίνει κάτι ή και το αντίθετο (μειωμένη πιθανότητα),
    • εντολή να κάνουμε κάτι.

Παραδείγματα:

  • Ι will marry you! Θα σε παντρευτώ! Σ’αυτή την περίπτωση πρόκειται για υπόσχεση. Υποσχεσάρα (!).
  • On my next trip to London I will take you with me. Στο επόμενό μου ταξίδι στο Λονδίνο, θα σε πάρω μαζί μου. Υπόσχεση και πάλι αλλά όχι σαν την προηγούμενη.
  • The hot-air-balloon will rise up to 100.00 feet.  Το μπαλόνι ζεστού αέρα θα ανέβει μέχρι τα 100.000 πόδια. Εδώ έχουμε μια πρόβλεψη. Ο κατασκευαστής του μπαλονιού περιγράφει τα χαρακτηριστικά του και αναφέρει μέχρι ποιό ύψος προβλέπει ότι θα ανέβει το μπαλόνι.
  • The sun will rise in the morning from the east side. Ο ήλιος θα σηκωθεί το πρωί από την ανατολική πλευρά. Εδώ έχουμε βεβαιότητα ότι θα συμβεί αυτό.
  • She will never accept money for her services. Δεν θα δεχτεί ποτέ λεφτά για τις υπηρεσίες της. Κι εδώ ο ομιλητής μιλάει για κάποια, με απόλυτη βεβαιότητα. Την ξέρει καλά και ξέρει πως ποτέ δεν θα δεχτεί χρήματα.
  • It will rain tomorrow. Θα βρέξει αύριο. Εδώ ο ομιλητής δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος αλλά με βάση τις πληροφορίες που έχει ή το προαίσθημά του, αναφέρει την πεποίθησή του ότι αύριο θα βρέξει.
  • Darling shut up, will you? Αγάπη (μου) θα σταματήσεις επιτέλους να μιλάς? H μετάφραση κάπως ελεύθερα, αλλά χωρίς αμφιβολία προκειται για εντολή. Εφαρμογή μόνο με κάποιον με τον οποίο έχετε αρκετή οικειότητα.
  • Those who finish will leave the premises. Όσοι τελειώνουν θα φεύγουν. Κι εδώ επίσης έχουμε εντολή.
  • He has the will to succeed. Έχει τη θέληση να πετύχει. Προσοχή: εδω το will είναι ουσιαστικό.
Examples:
In 2004, through pain and pure will, Dimas lifted his way to Olympic bronze
Despite his injuries, the runner crossed the finish line — a testament to the will of a true athlete
It was through sheer will that Odysseus overcame the trials of the gods and returned home after twenty years
Winston Churchill’s will to resist never wavered, even in Britain’s darkest hours during World War II
He lacks the will to quit his bad habits
It was a true battle of wills between the two leaders
Finishing the project on time required sheer force of will
Despite the setbacks, she had a strong will to succeed
Where there is a will there is a way

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στα

I watch TV

και

I am watching TV

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.